χρυσοκόμη

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκόμη Medium diacritics: χρυσοκόμη Low diacritics: χρυσοκόμη Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΗ
Transliteration A: chrysokómē Transliteration B: chrysokomē Transliteration C: chrysokomi Beta Code: xrusoko/mh

English (LSJ)

ἡ, immortelle, Helichrysum orientale, Dsc.4.55, Plin.HN21.50, 148.

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, Goldhaar, Pflanze, Diosc., Plin.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμη: ἡ бот. хрисокома, «златовлас» (Chrysocoma linosyris, из семейства сложноцветных) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμη: ἡ, φυτόν τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. χρυσίτης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος θαμνωδών φυτών
αρχ.
μικρό φρυγανώδες φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόμη (πρβλ. κερασ-κόμη). Ως όρος της βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma].