χρυσορύκτης

From LSJ
Revision as of 10:38, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσορύκτης Medium diacritics: χρυσορύκτης Low diacritics: χρυσορύκτης Capitals: ΧΡΥΣΟΡΥΚΤΗΣ
Transliteration A: chrysorýktēs Transliteration B: chrysoryktēs Transliteration C: chrysoryktis Beta Code: xrusoru/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, golddigger, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1382] ὁ, Goldgräber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσορύκτης: -ου, ὁ, ὁ ὀρύττων, ἐξάγων ἐκ τῆς γῆς χρυσόν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ-ορύκτης].