δέσποσμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, act of authority: pl., δ. Μοιρῶν decrees of fate, Man.4.38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
gesto de autoridad κατ' οἰκείων ... δεσπόσμασι μοιρῶν por imposiciones del destino propio Man.4.38.
German (Pape)
[Seite 551] τό, Herrschaft, Maneth. 4, 38.
Greek (Liddell-Scott)
δέσποσμα: τό, δεσποτικὴ θέλησις, δεσποτικὴ ἀρχή, Μανέθ. 4. 38.
Greek Monolingual
δέσποσμα (-ατος), το (Α) δεσπόζω
η δεσποτική αρχή, η θέληση του κυρίου.