δίκολπος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον, with two sinuses, Gal.2.890.
Spanish (DGE)
-ον de dos senos de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.
German (Pape)
[Seite 629] mit doppeltem Busen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δίκολπος: -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, μήτρα Γαλην. 4, 2770.
Greek Monolingual
-ον (Α δίκολπος, -ον)
νεοελλ.
(για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους
αρχ.
(για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους.