διάδομα
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
ατος, τό, (διαδίδωμι) distribution of money, IG7.2715.64 (Acraeph.), Ἀρχ.Δελτ. 2.148(pl.), UPZ2.8 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
reparto, distribución, de donde tb. donación en dinero o especie τὸ ἐπὶ πόλεος δ. ... ἔδωκεν πᾶσι τοῖς πολείτας IG 7.2712.64 (Acrefía I d.C.), cf. Didyma 360.7 (II d.C.) en Hell.11/12.471, frec. en plu. διαδόματα ἔδωκεν [ἕ] νδεκα δ[η] ναρίων IG 7.2712.80 (Acrefía I d.C.), διαδόματα πάνδημα SEG 17.315.19 (Berea I d.C.), ἐκ τῶν βουλευτικῶν διαδομάτων IK 111.11 (II d.C.), cf. UPZ 2.8 (II a.C.) en BL 8.499
•gen. διαδόματος a título de distribución, SEG 32.1306.7 (Cibira I d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διάδομα: το, (διαδίδωμι) διανομὴ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.