διαμίγνυμι

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμίγνῡμι Medium diacritics: διαμίγνυμι Low diacritics: διαμίγνυμι Capitals: ΔΙΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: diamígnymi Transliteration B: diamignymi Transliteration C: diamignymi Beta Code: diami/gnumi

English (LSJ)

or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω, to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.

German (Pape)

[Seite 590] (s. μίγνυμι), durcheinander mischen, bei Ath. X, 441 f; Plut.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. part. fém. διαμεμιγμέναι;
entremêler, farcir.
Étymologie: διά, μίγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

διαμίγνυμι: ἢ -ύω, ἀναμιγνύω, Πλούτ. 2. 1132D.

Greek Monolingual

διαμίγνυμι (Α)
ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι].

Russian (Dvoretsky)

διαμίγνῡμι: и διαμιγνύω примешивать, добавлять (τι ἔν τινι Plut.).