διασκαίρω
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
bound through, dart along, A.R.1.574.
Spanish (DGE)
1 recorrer saltando ὑγρὰ κέλευθα A.R.1.574.
2 intr. brincar de un lado para otro, retozar διέσκαιρον ὑμνοῦντες ref. al pasaje bíblico de los tres jóvenes en el horno, Ps.Caes.146.35.
German (Pape)
[Seite 601] durchhüpfen, ὑγρὰ κέλευθα, von Fischen, Ap. Rh. 1, 574.
Greek (Liddell-Scott)
διασκαίρω: πηδῶ, σκιρτῶ, τινάσσομαι διὰ μέσου, ὡς οἱ ἰχθύες, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 574.