διπλασιόπλευρος

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιόπλευρος Medium diacritics: διπλασιόπλευρος Low diacritics: διπλασιόπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: diplasiópleuros Transliteration B: diplasiopleuros Transliteration C: diplasioplevros Beta Code: diplasio/pleuros

English (LSJ)

ον, with two sides twice as long as the other two, κλίνη Arist.Mech.856a39.

Spanish (DGE)

-ον
dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos κλίναι Arist.Mech.856b1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιόπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.

Greek Monolingual

διπλασιόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο μήκος από τις άλλες δύο.

Russian (Dvoretsky)

διπλᾰσιόπλευρος: имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).