δυσελπιστία
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ἡ, despondency, Arist.VV1251b25, Plb.1.39.14, Teles p.35 H., Ph.1.119, App.BC4.12.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Aret.SA 2.2.17, CA 2.2.2
1 desesperanza, desesperacióncomo defecto del pusilánime, Arist.VV 1251b25, πτοία καὶ δ. Plb.1.39.14, φόβος καὶ δ. Anon.Herc.346.6.11, δ. καὶ ἀπιστία Ph.1.119, cf. Plu.Tim.26, Teles p.35, App.BC 3.66, πολλὴ δὲ δ. ἐστιν ref. a una enfermedad, Archig. en Aët.9.35, cf. Aret.CA 2.2.2, junto a otros síntomas ἕπεται δυσθυμίη, δυσελπιστίη Aret.SA 2.2.17, ἐν ... δυσελπιστίᾳ καθέστασαν cayeron en la desesperación Plb.1.71.2, cf. ITomis 2.4 (II/I a.C.), ἀναπεσεῖν δυσελπιστίᾳ Ph.2.57, c. εἰς y ac. δ. δ' εἰς τὰ μέλλοντα falta de esperanza en el porvenir Ph.2.112, c. ὑπέρ y gen. ὑπὲρ τῶν ὅλων δ. Plb.3.103.1, c. inf. δ. μηδένα ῥύσεσθαί τινα προσδοκᾶν App.BC 4.12, tb. en plu. χαλεπαὶ δυσελπιστίαι Ph.2.112
•en el sent. de esperanza de un mal, recelo, mal presentimiento op. ἐλπίς buena expectativa Dam.in Phlb.147.
2 falsa esperanza, esperanza fallida Ph.2.595.
German (Pape)
[Seite 678] ἡ, Hoffnungslosigkeit, Verzweiflung, Pol. 1, 71, 2 u. öfter, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσελπιστία: ἡ, ἀπελπισμός, Ἀριστ. π. Ἀρετ. 7, 6, Πολύβ. 1. 39, 14 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
δυσελπιστία, η (Α)
απελπισία.
Russian (Dvoretsky)
δυσελπιστία: ἡ безнадежность, отчаяние Arst., Polyb., Plut.