δύσγαμος

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσγᾰμος Medium diacritics: δύσγαμος Low diacritics: δύσγαμος Capitals: ΔΥΣΓΑΜΟΣ
Transliteration A: dýsgamos Transliteration B: dysgamos Transliteration C: dysgamos Beta Code: du/sgamos

English (LSJ)

ον, ill-wedded, γάμοι δ. E.Ph.1047 (lyr.); ῥυστάγματα Lyc.1089, cf. Paul.Al.N.2; δύσγαμον αἶσχος ἑλών, of Menelaus, E. Tr.1114; χελιδών Luc. Trag.49.

Spanish (DGE)

(δύσγᾰμος) -ον
1 que es mala boda, que es funesta boda γάμοι E.Ph.1047, δύσγαμον αἶσχος ἑλών de Menelao, E.Tr.1114, cf. Hel.687, Man.2.270, ῥυστάγματα δύσγαμα violencias de boda funesta Lyc.1089.
2 de pers. destinado a una boda mala o funesta, mal casado de Hefesto, Nonn.D.13.177, cf. 48.748, δύσγαμοι γίνονται Vett.Val.111.20, cf. Paul.Al.65.16
paród. δ. ... θροεῖ χελιδών Luc.Trag.49
infeliz esposa θανοῦσα ἦλθες δειλαία δ. εἱς Ἀΐδαν MAMA 7.201.6 (Frigia I a.C.).

German (Pape)

[Seite 677] unglücklich in der Ehe; γάμος, Unglücksehe, Eur. Phoen. 1054; αἰσχύνη, αἶσχος, unglücklicher Ehe Schmach, Hel. 693 Tr. 1114; ῥυστάγματα Lycophr. 1089.

Greek (Liddell-Scott)

δύσγᾰμος: -ον, ὁ ἐν τῷ γάμῳ ἀτυχής, γάμος δ. Εὐρ. Φοίν. 1047, πρβλ. ἄγαμος·- δύσγαμον αἶσχος ἑλών, περὶ τοῦ Μενελάου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne une union funeste ; γάμος δύσγαμος EUR union funeste.
Étymologie: δυσ-, γάμος.

Greek Monolingual

δύσγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που ατύχησε στον γάμο του
2. φρ. «γάμος δύσγαμος» — άτυχος γάμος
3. «δύσγαμον αἶσχος» — προσβολή από γάμο που βγήκε σε κακό.

Greek Monotonic

δύσγᾰμος: -ον, αυτός που έχει ατυχή, κακό γάμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσγᾰμος: (о браке) несчастный (γάμοι Eur.): δύσγαμον αἶσχος Eur. позорный брак.

Middle Liddell

δύσ-γᾰμος, ον
ill-wedded, Eur.