μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: δωρητής | Medium diacritics: δωρητής | Low diacritics: δωρητής | Capitals: ΔΩΡΗΤΗΣ |
Transliteration A: dōrētḗs | Transliteration B: dōrētēs | Transliteration C: doritis | Beta Code: dwrhth/s |
δωρητοῦ, ὁ, benefactor, IG12(2).645b64 (Nesus, iv B. C.).
ο (θηλ. δωρήτρια, η) (AM δωρητής)
αυτός που κάνει δωρεά.