θόωκος
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ὁ, Ep. form of θῶκος; v. θᾶκος.
German (Pape)
[Seite 1215] ὁ, ep. gedehnt statt θῶκος, Sitz, Od. 12, 318; Sitzung, Versammlung, 2, 26 u. sp. D., wie Coluth. 15. – Vgl. θῶκος u. θᾶκος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 siège;
2 séance ou session d'une assemblée.
Étymologie: épq. c. θῶκος.
Greek (Liddell-Scott)
θόωκος: ὁ, Ἐπικ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ θῶκος, ἴδε ἐν λέξει θᾶκος.
English (Autenrieth)
see θῶκος.
Greek Monolingual
θόωκος, ὁ (Α)
θώκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. του θώκος].
Greek Monotonic
θόωκος: ὁ, Επικ. επιτετ. τύπος του θῶκος· βλ. θᾶκος.
Russian (Dvoretsky)
θόωκος: ὁ эп. = θῶκος.