καταίσιμος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1351] = simplex, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καταίσιμος: -ον, = αἴσιμος, ἀγαθός, εὐνοϊκός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καταίσιμος, -ον (Α)
ευνοϊκός, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἴσιμος «πεπρωμένος, μοιραίος» (< αἶσα)].