λεοντόμορφος

From LSJ
Revision as of 06:23, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόμορφος Medium diacritics: λεοντόμορφος Low diacritics: λεοντόμορφος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: leontómorphos Transliteration B: leontomorphos Transliteration C: leontomorfos Beta Code: leonto/morfos

English (LSJ)

ον, lion-shaped, Horap.1.21, Sammelb.5620.14, Cat.Cod.Astr.8(4).252.

German (Pape)

[Seite 29] von Löwengestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα λέοντος, Ὡραπόλλων 1. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεοντόμορφος, -ον)
αυτός που έχει τη μορφή λιονταριού, λεοντοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος, τερατόμορφος.