λοιμεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
(λοιμός) to be pestilent, LXX Pr.19.19.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμεύομαι: (λοιμός), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).
Greek Monolingual
λοιμεύομαι (Α) λοιμός
επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά.
Full diacritics: λοιμεύομαι | Medium diacritics: λοιμεύομαι | Low diacritics: λοιμεύομαι | Capitals: ΛΟΙΜΕΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: loimeúomai | Transliteration B: loimeuomai | Transliteration C: loimeyomai | Beta Code: loimeu/omai |
(λοιμός) to be pestilent, LXX Pr.19.19.
λοιμεύομαι: (λοιμός), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).
λοιμεύομαι (Α) λοιμός
επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά.