λιθασμός
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ, stoning, Sch.A.Th.676.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, Steinigung, Schol. Soph. Ai. 245.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθασμός: ὁ, λιθοβολία, σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 676, Σοφ. Αἴ. 254.
Greek Monolingual
λιθασμός, ὁ (ΑM) λιθάζω
λιθοβολισμός, λιθοβόλημα.