λοξοειδής

From LSJ
Revision as of 16:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξοειδής Medium diacritics: λοξοειδής Low diacritics: λοξοειδής Capitals: ΛΟΞΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: loxoeidḗs Transliteration B: loxoeidēs Transliteration C: loksoeidis Beta Code: locoeidh/s

English (LSJ)

ές, oblique, of the lower ribs, Ruf.Oss.25.

Greek (Liddell-Scott)

λοξοειδής: -ές, λοξῶς τὸ εἶδος, σκολιός, Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217.

Greek Monolingual

-ές (Α λοξοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λοξό.
επίρρ...
λοξοειδώς (Μ λοξοειδῶς)
με λοξοειδή τρόπο.

German (Pape)

ές, schief, Sp.