μελανοσώματος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
μελανοσώματον, Glossaria on μελανόχρως, Sch.E. Hec.1105.
Greek Monolingual
μελανοσώματος, -ον (Α)
μαυροσώματος, μαυρειδερός, μελαψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + σῶμα, σώματος].