μελανοποιός

From LSJ
Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοποιός Medium diacritics: μελανοποιός Low diacritics: μελανοποιός Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melanopoiós Transliteration B: melanopoios Transliteration C: melanopoios Beta Code: melanopoio/s

English (LSJ)

μελανοποιόν, blackening, Hsch. s.v. μελαινάων.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz machend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοποιός: -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.

Greek Monolingual

μελανοποιός, -όν (Α) μέλας, -ανος]
γλώσσα του Ησύχ. στη λ. μελαινάων) αυτός που καθιστά κάτι μαύρο, που μαυρίζει κάτι.