μελανόστερφος

From LSJ
Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόστερφος Medium diacritics: μελανόστερφος Low diacritics: μελανόστερφος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΕΡΦΟΣ
Transliteration A: melanósterphos Transliteration B: melanosterphos Transliteration C: melanosterfos Beta Code: melano/sterfos

English (LSJ)

ον, black-skinned, A.Fr.370 (μελαστ- cod. L, fort. μελανστ-).

German (Pape)

[Seite 120] mit schwarzer Haut, γένυς, Aesch. frg. 404 bei Schol. Ap. Rh. 4, 1348.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόστερφος: чернокожий (sc. γένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόστερφος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 389· ὁ Nauck μελανστέρφων, χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monolingual

μελανόστερφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στέρφος «δέρμα»].