μονομελής
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
Ion. μουνο-, ές, consisting of a single limb, γυῖα Emp. 58.
Greek (Liddell-Scott)
μονομελής: Ἰων. μουνο-, ές, ὁ ἔχων ἓν μόνον μέλος, ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς μόνου μέλους, Σιμπλίκ. in Philol. Mus. 2 σελ. 623.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονομελής, -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος («μονομελές δικαστήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτιμελής].