ναυπηγής

From LSJ
Revision as of 10:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγής Medium diacritics: ναυπηγής Low diacritics: ναυπηγής Capitals: ΝΑΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: naupēgḗs Transliteration B: naupēgēs Transliteration C: nafpigis Beta Code: nauphgh/s

English (LSJ)

ές, shipbuilding, τέχναι Man.4.323.

German (Pape)

[Seite 232] ές, = ναυπηγός; τέχναι Maneth. 4, 393.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγής: -ές, = ναυπηγός, Μανέθων 4. 323.

Greek Monolingual

ναυπηγής, -ές (Α)
αυτός που αφορά τη ναυπήγηση ή αυτός που αποβλέπει στη ναυπήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. κοινοπηγής].