νεκροβόρος

From LSJ
Revision as of 16:45, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροβόρος Medium diacritics: νεκροβόρος Low diacritics: νεκροβόρος Capitals: ΝΕΚΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: nekrobóros Transliteration B: nekroboros Transliteration C: nekrovoros Beta Code: nekrobo/ros

English (LSJ)

ον, corpse-devouring, Cyran.17.

German (Pape)

[Seite 237] Todte fressend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ νεκρὰ σώματα καταβιβρώσκων, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 368Α, Εὐσέβ. VI, 557Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1264Α.

Greek Monolingual

-ο (Α νεκροβόρος, -ον)
αυτός που τρώγει πτώματα
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. θυμοβόρος, ωμοβόρος].