νωθριάω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
= νωθρεύομαι I, Dsc.Alex.Praef.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρῐάω: νωθρεύομαι, Διοσκ. π. Δηλητ. φαρμ. σ. 12, ἔκδ. Kühn.
German (Pape)
= νωθρεύω, Diosc.