ἐναγωγή

Revision as of 15:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, prosecution, suit, claim, Sammelb.5357.13 (V A. D.), Cod.Just. 3.10.2, etc.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
acusación ἡ ἐ. ἣν ἐπιφέρει ἡμῖν Εὐσέβιος CChalc.(451) Act.2.36, cf. 37, POxy.3758.66 (IV d.C.), SB 5357.12 (V/VI d.C.), 5309.5 (biz.), Tib.II Nou.126, Iust.Nou.8.9, Cod.Iust.3.10.2, δέχεσθαί τε ἐναγωγὰς ὑπὸ τῶν ἰδίων κτισμάτων aceptar las acusaciones de sus propias criaturas de Jesucristo, Cosm.Ind.Top.5.127.

German (Pape)

[Seite 824] ἡ, Vorladung vor Gericht, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγωγή: ἡ, ἀγωγή, κατηγορία ἐνώπιον δικαστηρίου, Λιβάν. 4. 1127.

Greek Monolingual

η (AM ἐναγωγή)
κλήση στο δικαστήριο, μήνυση, αγωγή, καταγγελία, δίωξη.