ἐπίκοιλος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
ἐπίκοιλον, porous, spongy, ὀστέον Hp.VC1 (Comp.); ἕλκη cj. for ποικίλα in Sor.1.122.
German (Pape)
[Seite 951] obenauf hohl, ausgehöhlt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκοιλος: -ον, πορώδης, σπογγώδης, ὀστέον Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896.
Greek Monolingual
ἐπίκοιλος, -ον (Α) κοίλος
αυτός που έχει κοιλότητες ή πόρους, ο πορώδης.