ἐπιλυμαίνομαι

Revision as of 15:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

infest, ruin, τὸν ἀνθρώπινον βίον Plu.2.881d.

German (Pape)

[Seite 959] schaden, feindlich stören, βίον Plut. plac. phil. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

gâter, détruire, acc..
Étymologie: ἐπί, λυμαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλυμαίνομαι: Ἀποθ., προξενῶ λύμην, βλάβην, καταστροφήν, Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας Πλούτ. 2. 881D.

Greek Monolingual

ἐπιλυμαίνομαι (Α) λυμαίνομαι
καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλῡμαίνομαι: портить, разрушать, губить (τὸν ἀνθρώπων βίον Plut.).