ἐπιτροχασμός
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ὁ, rapid succession of statements, as a figure of speech, Phld.Herc.862.14(pl.), Alex. Fig.1.17, Phoeb.Fig.2.1.
German (Pape)
[Seite 997] ὁ, das Darüberhinlaufen, kurzes u. flüchtiges Berühren einer Sache in der Rede, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροχασμός: ὁ, «ἐπιτροχασμός ἐστιν ὀνομασία πραγμάτων κατὰ μόνην ἀπαρίθμησιν γινομένη, ἄνευ τῆς περὶ αὐτῆς διηγήσεως» Φοιβάμμ. περὶ Σχημ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 505, Ἀλέξανδρ. π. Σχημ. αὐτόθι 450, ἴδε καὶ 656, 701.