ἐρικτός
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ἐρικτή, ἐρικτόν, v. ἐρεικτός.
German (Pape)
[Seite 1029] ή, όν, = ἐρεικτός, geschroten, bes. von der Gerste, τὰ ἐρικτά, Gerstenschrot u. daraus bereitetes Brot, Hippocr., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικτός: -ή, -όν, ἴδε ἐρεικτός.