ἔγκατον
From LSJ
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
English (LSJ)
v. ἔγκατα.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκατον: ἴδε ἔγκατα.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
d'ord. plur. ἔγκατα ; dat. ἔγκασι;
intestins, entrailles.
Étymologie: ἐγκάς.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔγκᾰτον: βλ. ἔγκατα.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκᾰτον: τό преимущ. pl. внутренности Hom., Hes., Luc.