ἑτερώνιος

From LSJ
Revision as of 07:05, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερώνιος Medium diacritics: ἑτερώνιος Low diacritics: ετερώνιος Capitals: ΕΤΕΡΩΝΙΟΣ
Transliteration A: heterṓnios Transliteration B: heterōnios Transliteration C: eteronios Beta Code: e(terw/nios

English (LSJ)

ον, another's property, Eust.1214.27, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἑτερώνιος, -ον (Μ)
αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλώνιος)].