ἀμεθεξία

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεθεξία Medium diacritics: ἀμεθεξία Low diacritics: αμεθεξία Capitals: ΑΜΕΘΕΞΙΑ
Transliteration A: amethexía Transliteration B: amethexia Transliteration C: ametheksia Beta Code: a)meqeci/a

English (LSJ)

ἡ, non-participation, τινός Corn.ND35, Procl. in Prm. p.559S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
fil.
1 no participación διὰ τὴν τῆς λιβάδος ἀμεθεξίαν τῶν νεκρῶν Corn.ND 35.
2 no participabilidad τὴν ἀμεθεξίαν λέγω τοῦ ἑνός Procl.in Prm.725.31, ἡ τῆς παναιτίου θεότητος ἀ. Dion.Ar.DN M.3.644B.

German (Pape)

[Seite 120] ἡ, Theilnahmlosigkeit, Cornut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεθεξία: ἡ, τὸ μὴ μετέχειν, τινὸς Κορνοῦτ. περὶ Θ. Φύσ. 35, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

ἀμεθεξία, η (Α) ἀμέθεκτος
η μη συμμετοχή σε κάτι.