ἀμύντης

From LSJ
Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύντης Medium diacritics: ἀμύντης Low diacritics: αμύντης Capitals: ΑΜΥΝΤΗΣ
Transliteration A: amýntēs Transliteration B: amyntēs Transliteration C: amyntis Beta Code: a)mu/nths

English (LSJ)

ὁ, defender, Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78.

Greek Monolingual

ἀμύντης, ο (ΑΜ)
αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή].