ἀνέφεδρος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ον, without drawing a bye, ἀ. νικᾶν SIG1070.6 (Olymp.), IG5(1).680,al. (Sparta).
Spanish (DGE)
-ον
que no ha quedado de ἔφεδρος, que ha participado en todas las eliminatorias νεικήσαντα παίδων πανκρά(τι)ον ἀνέφεδρον IO 227.6 (I d.C.), cf. 54.17 (II d.C.), 225.12, IG 5(1).680 (Esparta II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέφεδρος: -ον, ὁ ἄνευ ἐφέδρου (ἴδε τὴν λέξιν)˙ ἀνέφεδροι νικάσαντες Ἐπιγρ. Σπάρτης, Bull. d. cor. hell. I. σ. 349˙ - ἐστέφθην ἀνέφεδρος Ἐπιγρ. Ὀλυμπίας, Arch. Ztg. 1878, σ. 90˙ πάντας ἀνέφεδρος ἐπανκρατίασε τοὺς κλήρους αὐτόθι σ. 92.