ἀνθρακίδες
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
αἱ, small fish for frying, Philyll. 13.3.
Spanish (DGE)
(ἀνθρᾰκίδες) -ων, αἱ pescaditos para freir Philyll.13.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρακίδες: -αἱ, λεπτοὶ ἰχθύες ὀπτοί, καὶ ἐν γένει ἰχθύες ἐπὶ ἀνθρακιᾶς ὀπτώμενοι, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσιν» 1· πρβλ. ἐπανθρακίδες.