μοχθηρός

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθηρός Medium diacritics: μοχθηρός Low diacritics: μοχθηρός Capitals: ΜΟΧΘΗΡΟΣ
Transliteration A: mochthērós Transliteration B: mochthēros Transliteration C: mochthiros Beta Code: moxqhro/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν E.Fr.875: (μοχθέω):—

   A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th.257; ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph.254; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach.165, Ra.1175; ὦ μόχθηρε Pl.Phdr.268e; of conditions, μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch.752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib.505a; μ. ἔχειν Arist.Pol.1254b1: Comp., μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R.343e: Sup. -ότατα, διακείμενοι Id.Erx.406.    2 in bad condition, βοῦς Ar.Eq.316; ἱμάτιον Cratin.207; μοχθηρότερα ἀποδιδόντες ἢ παρέλαβον τὰ ἱμάτια Pl.Men.91e; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8; μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107; μ. τραγῳδία Arist.Metaph.1090b20; ὕδατα Id.Pr.872a10; χρόα Id.HA616b12; ἀγωγή PTeb.24.57 (ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ἰατρός Antipho 4.2.4; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210.    II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας Ar.Ra.1011, cf. Pl.Men.91e; τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl.1003; of acts, etc., μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510; ὑφοψία μ. OGI315.58 (Pessinus, ii B. C.); ῥῆμα μ. SIG1175.5 (Piraeus, iv/iii B. C.); μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13 (v.l. -ότερον Adv. Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14) argues that like other Adjs. in -ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra.1175, Pl.391; cf. πονηρός.

German (Pape)

[Seite 212] mühselig, kummervoll, elend; γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος μοχθηρόν, Aesch. Spt. 239; πολλὰ καὶ μοχθήρ' ἀνωφέλητ' ἐμοὶ τλάσῃ, Ch. 741; ζῶ βίον μοχθηρόν, Soph. El. 589; Ar. Plut. 391; so auch in Prosa, ζόη, Her. 7, 46; ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς, Plat. Phaedr. 268 e. – Häufiger = schlecht, unbrauchbar; βοῦς, Ar. Equ. 316; μοχθηρὸν ῥῶ, Thesm. 781; bes. von sittlicher Schlechtigkeit. μοχθηρὸς τοὺς τρόπους, Plut. 1003; πολίτης, Equ. 1301, öfter, wie bei Plat., der es oft mit φαῦλος vrbdt; Gorg. 468 b; μετὰ μοχθηροῦ καὶ διεφθαρμένου σώματος, Crit. 47 e; μοχθηρὸς τὴν ψυχήν, Gorg. 511 a; Ggstz χρηστός, Polit. 308 c; μοχθηρότερα ἀποδιδόντες ἢ παρέλαβον τὰ ἱμάτια, Men. 91 a; ζῆν μοχθηρῶς, Gorg. 505 a; μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν, Andoc. 1, 100; ἐλπίδες, Din. 1, 107, wie Pol. 5, 38, 8; πράγματα, schlechter Handel, schlechte Geschäfte, Dem. 34, 8; Arist. u. Folgde; ἔθη μοχθηρά, Pol. 1, 81, 10 u. öfter. – Nach Arcad. p. 71 wurde attisch in der ersten Bdtg μόχθηρος accentuirt wie πόνηρος, vgl. Ammon. p. 96. 116.