ἀνεθίζομαι
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
become used to a thing, D.L.2.96.
Spanish (DGE)
adquirir hábitos D.L.2.96.
German (Pape)
[Seite 220] an etwas gewöhnt werden, Diog. L. 2, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεθίζομαι: συνηθίζω εἴς τι, Διογ. Λ. 2. 96.
Greek Monolingual
ἀνεθίζομαι (Α)
συνηθίζω σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεθίζομαι: привыкать, приучаться Diog. L.