ἀντιφάσκω

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφάσκω Medium diacritics: ἀντιφάσκω Low diacritics: αντιφάσκω Capitals: ΑΝΤΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: antipháskō Transliteration B: antiphaskō Transliteration C: antifasko Beta Code: a)ntifa/skw

English (LSJ)

contradict, ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11; to be in contradiction, Simp.in Ph.1155.28; τὰ ἀντιφάσκοντα contradictories, Id.in Cat.44.21, cf. 19.21; ὁ ἀντιφάσκων the opponent in argument, Phld.Po.2.54.

Spanish (DGE)

contradecir ἑαυτῷ Olymp.in Mete.181.11
oponerse τὸ γενητὸν ... πρὸς τὸ ἀγένητον Simp.in Ph.1155.33, de proposiciones τὰ ἀντιφάσκοντα Simp.in Cat.44.21, cf. 19.21
ὁ ἀντιφάσκων el oponente en una discusión, Phld.Po.B.27.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφάσκω: ἀντιλέγω, ἀναιρῶ, τὰ ἀντιφάσκοντα, τὰ ἀντιφατικά, τὰ ἀντίθετα, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 44. 37 Brandis. 2) ἀποκρίνομαι, τούτοις Χαρικλῆς ἀντέφασκε τοιάδε Νικήτ. Εὐγέν. 6. 170, κτλ.

Greek Monolingual

ἀντιφάσκω)
νεοελλ.
λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου
αρχ.
1. αντιλέγω
2. αποκρίνομαι.