ἀπάτημα
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
English (LSJ)
ατος, τό, deceit, stratagem, Aen.Tact.23.6; beguilement, δόξης Gorg.Hel. 10(pl.); πόθων AP7.195 (Mel.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 engaño, encanto, ilusión c. gen. δόξης Gorg.B 11.10, πόθων AP 7.195 (Mel.).
2 abs. ardid, estratagema προσάγεσθαι βουλόμενοι τοιοῖσδε ἀπατήμασι Aen.Tact.23.6.
German (Pape)
[Seite 282] τό, Betrug; Mittel vergessen zu machen, πόθων Mel. 112 (VII, 195); μερἰμνης Maced. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτημα: [πᾰ], ατος, τό, ἀπάτη, στρατήγημα, Αἰν. Τακτ. 23· διάψευσις, ἀπ. πόθων Ἀνθ. Π. 7. 195.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάτημα: ατος τό обман, хитрость (πόθων Anth.).