στρατήγημα
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
-ατος, τό,
A act of a general, esp. piece of generalship, stratagem, X.Mem.3.5.22 (pl.), Isoc. 12.78, Plb.3.18.9, Onos.Praef.7, etc.:—στρατηγήματα was the title of works by Polyaenus and Frontinus; cf. also BMus.Inscr. 1020 (Smyrna, i A.D.).
2 trick, device, Cic.Att.5.2.2, Plu.2.755d; σ. τῶν λόγων trick of speech, D.H.Rh.9.8.
German (Pape)
[Seite 951] τό, eine Feldherrnthat, besonders eine schlaue, dah. die Kriegslist, Xen. Mem. 3, 5, 22; Pol. 8, 78, 1 u. öfter, u. Sp., wie Luc. Dem. enc. 35.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
manœuvre de guerre, particul. stratagème, ruse de guerre.
Étymologie: στρατηγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατήγημα -ατος, τό [στρατηγέω] strategische zet, krijgslist.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτήγημα: ατος τό действие (распоряжение) главнокомандующего, т. е. стратегический маневр Xen., Isocr., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτήγημα: τό, πρᾶξις στρατηγοῦ, ἰδίως, πρᾶξις εὐφυΐας στρατηγικῆς, τέχνασμα στρατηγικόν, πανουργία, δόλος, Ξεν. Ἀπομν. 5. 5, 22, Ἰσοκρ. 248C, Πολύβ. 3. 18, 9, κτλ.· - στρατηγήματα ἐπιγράφεται ἔργον τι τοῦ Πολυαίνου· οὕτω στρατηγηματικὰ ἕτερον τοῦ Φροντίνου.
Greek Monolingual
το, ΝΑ στρατηγώ
1. ενέργεια στρατηγικής ευφυΐας, ευφυές στρατηγικό τέχνασμα, μέτρο για την εξαπάτηση και, αν είναι δυνατόν, κατανίκηση του αντιπάλου
2. μτφ. απατηλός τρόπος ενέργειας, πανουργία
αρχ.
1. ενέργεια στρατηγού
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Στρατηγήματα
τίτλος έργου του Πολυαίνου και του Φροντίνου.
Greek Monotonic
στρᾰτήγημα: -ατος, τό, πράξη στρατηγού, ιδίως πράξη στρατηγικής ευφυίας, στρατηγικό τέχνασμα, σε Ξεν. κ.λπ.