τροπός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.