οἰνομανής
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
ές, mad for or after wine, Ath.11.464e.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν οἶνον, Ἀθήν. 464Ε.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ οἰνομανής, -ές)
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά το κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής, μέθυσος
2. αυτός που είναι μανιασμένος μετά το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -μανής (< μαίνομαι)].