τέκνωμα
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ατος, τό, child: metaph., τ. τοῦ πόνου κλέος fame the child of toil, A.Fr.315.
German (Pape)
[Seite 1083] τό, das Erzeugte, Geborene, das Kind, übertr., τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος, Aesch. frg. 301.
Russian (Dvoretsky)
τέκνωμα: ατος τό порождение, плод (τοῦ πόνου Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τέκνωμα: τό, τέκνον· μεταφορ., τέκν. τοῦ πόνου κλέος, τέκνον τοῦ πόνου εἶναι ἡ φήμη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 306a.
Greek Monolingual
το, Α τεκνῶ
μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος», Αισχύλ.).