ταραξίας

Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ου, ὁ, = ταράκτης, Suid.

German (Pape)

[Seite 1070] ὁ, = ταράκτης, Suid. v. Σεβῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰραξίας: -ου, ὁ, ταράκτης, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
άτομο που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή, ο ταραχοποιός
νεοελλ.
συνεκδ. άτομο που κάνει αταξίες, φασαρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάραξις + επίθημα -ίας (πρβλ. έγκληματίας)].