τερατούργημα

From LSJ
Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτούργημα Medium diacritics: τερατούργημα Low diacritics: τερατούργημα Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: teratoúrgēma Transliteration B: teratourgēma Transliteration C: teratoyrgima Beta Code: teratou/rghma

English (LSJ)

-ατος, τό, miracle, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.

German (Pape)

[Seite 1093] τό, Wunderthat, Gaukelei, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτούργημα: τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ πρᾶξις, Μεθόδ. 372C.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τερατουργῶ
νεοελλ.
1. τερατώδες έργο
2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας
μσν.-αρχ.
1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα
2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, τερατολογία.