τετράσχιστος

From LSJ
Revision as of 11:51, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσχιστος Medium diacritics: τετράσχιστος Low diacritics: τετράσχιστος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: tetráschistos Transliteration B: tetraschistos Transliteration C: tetraschistos Beta Code: tetra/sxistos

English (LSJ)

ον, split or parted into four, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1099] vierspaltig, viertheilig (?).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσχιστος: -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Α
σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύσχιστος].