τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Full diacritics: τρᾰχηλιστήρ | Medium diacritics: τραχηλιστήρ | Low diacritics: τραχηλιστήρ | Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΣΤΗΡ |
Transliteration A: trachēlistḗr | Transliteration B: trachēlistēr | Transliteration C: trachilistir | Beta Code: traxhlisth/r |
τραχηλιστῆρος, ὁ, a kind of bandage, Gal.18(1).822.
τρᾰχηλιστήρ: ῆρος, ὁ, εἶδος χειρουργικοῦ ἐπιδέσμου, ἁπλοῦς τραχηλιστὴρ Coc hii Chir. σ. 31, υοζ.
-ῆρος, ὁ, Α
είδος χειρουργικού επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχηλίζω + κατάλ. -τήρ].