τυμπανικός
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ή, όν, suffering from tympanites (τυμπανίας ὕδρωψ), Alex.Trall. 10.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυμπανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τύμπανον
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ηχεί σαν τύμπανο, που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο που παράγει το τύμπανο («τυμπανικός ήχος» — ήχος μεταλλικής απήχησης αποδιδόμενος κατά την επίκρουση διαφόρων τμημάτων του σώματος τα οποία περικλείουν όργανα που περιέχουν αέρα, όπως λ.χ. είναι τα έντερα)
2. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο του αφτιού (α. «τυμπανικός υμένας» β. «τυμπανικό νεύρο» γ. «τυμπανικό οστό»)
νεοελλ.-μσν.
μουσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο
αρχ.
(για πρόσ.) ο υδρωπικός.