ἡμίλευκος

From LSJ
Revision as of 17:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίλευκος Medium diacritics: ἡμίλευκος Low diacritics: ημίλευκος Capitals: ΗΜΙΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: hēmíleukos Transliteration B: hēmileukos Transliteration C: imilefkos Beta Code: h(mi/leukos

English (LSJ)

ον, half-white, Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.

Greek Monotonic

ἡμίλευκος: -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίλευκος: (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.).

Middle Liddell

ἡμί-λευκος, ον
half-white, Luc.