ἡμίρρυπος

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίρρῠπος Medium diacritics: ἡμίρρυπος Low diacritics: ημίρρυπος Capitals: ΗΜΙΡΡΥΠΟΣ
Transliteration A: hēmírrypos Transliteration B: hēmirrypos Transliteration C: imirrypos Beta Code: h(mi/rrupos

English (LSJ)

ον, half-dirty, εἴριον Id.Mul.2.205.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίρρῠπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ῥερυπωμένος, ῥυπαρός, εἴριον Ιππ. 672. 19.

Greek Monolingual

ἡμίρρυπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρύπος «βρομιά»].

German (Pape)

halb schmutzig, Hippocr.